- διεγερτικός
- διεγερτικόςexcitingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεγερτικός — ή, ό (AM διεγερτικός, ή, όν) [διεγείρω] ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων τού σώματος («διεγερτικά φάρμακα») 2. εκείνος που προκαλεί… … Dictionary of Greek
διεγερτικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να διεγείρει, να ερεθίζει: Υπάρχουν φάρμακα διεγερτικά της σεξουαλικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεγερτικά — διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc pl διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc/acc dual διεγερτικά̱ , διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτικώτερον — διεγερτικός exciting adverbial comp διεγερτικός exciting masc acc comp sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτικόν — διεγερτικός exciting masc acc sg διεγερτικός exciting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτικοῖς — διεγερτικός exciting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτικοί — διεγερτικός exciting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτική — διεγερτικός exciting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεγερτικήν — διεγερτικός exciting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… … Dictionary of Greek